σενέκιο

σενέκιο
και σηνέκιο, το, Ν
βοτ. μεγάλο κοσμοπολιτικό γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα τής τάξης αστερώδη και περιλαμβάνει 1.500 περίπου είδη με μεγάλη ποικιλομορφία, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν αυτοφυή 24 είδη, με πιο διαδεδομένο το Senecio vulgare, κν. γνωστό ως μαρτιάκος ή μαρτιάτικος ή μαρτιάτικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. senecio < λατ. senecio «είδος φυτού» < senex «γέροντας» λόγω τών λευκών τριχιδίων τού φυτού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σινεράρια — Κοινή ονομασία που δίδεται σε πολυάριθμες καλλιεργούμενες ανθοκομικές ποικιλίες του φυτού κινεραρία (ή σεκένιο) η αιματώδης, της οικογένειας των Σύνθετων (δικοτυλήδονα). Είναι φυτά ποώδη, πολυετή ή διετή, ύψους 25 50 εκατ. με μεγάλα καρδιόσχημα… …   Dictionary of Greek

  • ακανθίς — Βλ. λ. καρδερίνα. * * * ἀκανθὶς ( ίδος), η (Α) 1. η καρδερίνα (Carduelis carduelis) 2. φυτό, που ονομαζόταν από τους αρχαίους και ἠριγέρων ονομασίες τού φυτού Σενέκιο (Καλλ. παρά Πλίν. Nat. Hist. 25, 168) 3. στον Γαλ. 17, 666 βρίσκεται με τη… …   Dictionary of Greek

  • μαρτιάτικος — η, ο και μαρτιανός, ή, ό [Μάρτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μήνα Μάρτιο («μαρτιάτικη μέρα») 2. το ουδ. ως ουσ. το μαρτιάτικο βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Erigeron crispus, τού γένους Ηριγέρων, καθώς και τού φυτού Senecio vulgaris,… …   Dictionary of Greek

  • σενεκιοικός — ή, ό, Ν φρ. «σενεκιοικό οξύ» άκυκλη οργανική ένωση, ακόρεστο μονοκαρβονικό οξύ, γνωστό και ως διμεθυλακριλικό οξύ, καθώς και ως 3 μεθυλο βουτενοϊκό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. senecioic < senecio (βλ. σενέκιο)] …   Dictionary of Greek

  • σηνέκιο — το, Ν βλ. σενέκιο …   Dictionary of Greek

  • υδρογέρων — οντος, ὁ, Μ το φυτό σενέκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + γέρων] …   Dictionary of Greek

  • αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”