σινεράρια — Κοινή ονομασία που δίδεται σε πολυάριθμες καλλιεργούμενες ανθοκομικές ποικιλίες του φυτού κινεραρία (ή σεκένιο) η αιματώδης, της οικογένειας των Σύνθετων (δικοτυλήδονα). Είναι φυτά ποώδη, πολυετή ή διετή, ύψους 25 50 εκατ. με μεγάλα καρδιόσχημα… … Dictionary of Greek
ακανθίς — Βλ. λ. καρδερίνα. * * * ἀκανθὶς ( ίδος), η (Α) 1. η καρδερίνα (Carduelis carduelis) 2. φυτό, που ονομαζόταν από τους αρχαίους και ἠριγέρων ονομασίες τού φυτού Σενέκιο (Καλλ. παρά Πλίν. Nat. Hist. 25, 168) 3. στον Γαλ. 17, 666 βρίσκεται με τη… … Dictionary of Greek
μαρτιάτικος — η, ο και μαρτιανός, ή, ό [Μάρτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μήνα Μάρτιο («μαρτιάτικη μέρα») 2. το ουδ. ως ουσ. το μαρτιάτικο βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Erigeron crispus, τού γένους Ηριγέρων, καθώς και τού φυτού Senecio vulgaris,… … Dictionary of Greek
σενεκιοικός — ή, ό, Ν φρ. «σενεκιοικό οξύ» άκυκλη οργανική ένωση, ακόρεστο μονοκαρβονικό οξύ, γνωστό και ως διμεθυλακριλικό οξύ, καθώς και ως 3 μεθυλο βουτενοϊκό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. senecioic < senecio (βλ. σενέκιο)] … Dictionary of Greek
σηνέκιο — το, Ν βλ. σενέκιο … Dictionary of Greek
υδρογέρων — οντος, ὁ, Μ το φυτό σενέκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + γέρων] … Dictionary of Greek
αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… … Dictionary of Greek